- ἀποστηρίξῃ
- ἀποστηρίξηι , ἀποστήριξιςfulcrumfem dat sg (epic)ἀποστηρίζομαιfix firmlyaor subj mp 2nd sgἀποστηρίζομαιfix firmlyfut ind mp 2nd sgἀποστηρίζομαιfix firmlyaor subj mid 2nd sgἀποστηρίζομαιfix firmlyaor subj act 3rd sgἀποστηρίζομαιfix firmlyfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.